- ετερόκοπος
- ἑτερόκοπος, -ον (Μ)(για ξίφος) αυτός που είναι ακονισμένος στο ένα μέρος («ἑτερόκοπα ξίφη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -κοπος (< κόπτω), πρβλ. ά-κοπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ετεροκοπία — ἑτεροκοπία, ἡ (Α) [ετερόκοπος] παιχνίδι που παίζεται μεταξύ δύο ομάδων … Dictionary of Greek